Φεύγοντας από το Bristol, το Σεπτέμβριο του 1998, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μετά από δέκα ακριβώς χρόνια θα ξαναεπισκεπτόμουν το μέρος αυτό. Περίμενα τότε πως και πως τη μέρα που θα άφηνα οριστικά την πόλη αυτή και ανέμενα την ώρα που θα άκουγα το θόρυβο από τις ρόδες της βαλίτσας μου πάνω στο τραχύ τσιμεντένιο έδαφος της οδού Richmond Terrace.
Τώρα, μετά από δέκα χρόνια, εντελώς απροσδόκητα, είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ το Bristol ξανά. Ασφαλώς και δεν έχασα την ευκαιρία να παίξω αυτό το περίεργο παιχνίδι με τον χρόνο και το χώρο.
Από τότε αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να ξανακάνω το ταξίδι προς το Bristol έχοντας μαζί μου μόνο το πορτοφόλι και το διαβατήριο μου. Και να που οι σκέψεις μου έγιναν πραγματικότητα. Πήραμε το λεωφορείο 042 από τον κεντρικό σταθμό του Λονδίνου. Χωρίς καμία αποσκευή, χωρίς ούτε καν ένα σακίδιο πλάτης ξεκινήσαμε για ένα ταξίδι στο παρελθόν ή καλύτερα στο μέλλον.
Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και το τοπίο της διαδρομής ωραίο αλλά απελπιστικά μονότονο. Χαζεύοντας από το παράθυρο κατάφερα να κάνω μια αναδρομή των τελευταίων δέκα χρόνων. Για κάθε χρονιά, προσπάθησα να θυμηθώ τρία τέσσερα σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν. Ακολούθησα πιστά τα βήματά μου από το Bristol στην Θεσσαλονίκη από κει στην Ξάνθη και στην Αθήνα και πάλι πίσω στην Θεσσαλονίκη. Περιέργως διαπίστωσα πως είχα δεθεί το ίδιο έντονα με όλες αυτές τις πόλεις που έζησα τα τελευταία αυτά χρόνια. Και δεν ευθύνεται γι’ αυτό το ότι απλά πέρασα κάποιους μήνες ή κάποια χρόνια σε αυτές, αλλά το ότι οι πόλεις αυτές με τον τρόπο που τις προσέγγισα και με τον τρόπο που τις βίωσα, συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτού του λίγου που είμαι σήμερα.
Μετά από δυο ώρες περίπου φτάσαμε στο σταθμό του Bristol. Το ταξίδι στο χρόνο και στο χώρο μόλις ξεκινούσε. Ο σταθμός βρισκόταν στο ίδιο ακριβώς σημείο ωστόσο το παλιό κυκλικό στέγαστρο είχε ξηλωθεί και τη θέση του είχε πάρει ο γκρίζος ουρανός του Bristol!
Προχωρήσαμε κατευθείαν προς το κτήριο του Computer Science το οποίο θα ήταν και το πρώτο και πλέον αναγνωρίσιμο κτήριο. Μέσα στα εργαστήρια του κτηρίου αυτού πέρασα άπειρες ώρες μπροστά σε μια οθόνη, άλλες φορές αγχωμένος χωρίς να έχω φάει τίποτα όλη μέρα και άλλες φορές με τα πόδια πάνω στο τραπέζι να απολαμβάνω τις πρώτες μου γραμμές κώδικα.
Ένα - ένα άρχισαν να αποκαλύπτονται μπροστά μου τα κτήρια και οι δρόμοι. Όλα ήταν εκεί… Το Merchant Ventures Building, το Wills Memorial Building, το Blackwells bookshop, το bar – restaurant Brown η ανηφορική Park Street. Ήταν σα να είχα φύγει από το Bristol μια εβδομάδα πριν!
Συνεχίσαμε προς το σπίτι που πέρασα τον περισσότερο καιρό περνώντας από το Triangular Place. Ένα μοναδικό οικοδομικό… τρίγωνο με διάφορα περιποιημένα μαγαζιά τα οποία είχαν μείνει και αυτά ανέπαφα στο διάστημα που πέρασε. Περάσαμε μπροστά από το πιο ‘φιλοσοφημένο’ κουρείο του Bristol και ίσως και του κόσμου όπου το ρολόι του μαγαζιού υπήρχε ακόμη εκεί να μου θυμίζει με τα γραφόμενά του αυτό που τώρα βίωνα έντονα: ‘Remember time lost, has gone forever’. Πριν δέκα χρόνια το είχα τραβήξει φωτογραφία και εκείνη η στιγμή παραμένει ίσως μια από τις καλύτερες αποτυπώσεις της όποιας φωτογραφικής μου αντίληψης.
Βρίσκοντας με κάποια δυσκολία ένα μικρό και στενό δρομάκι (Hanover Lane) που θα μας οδηγούσε στο σπίτι φτάσαμε στην οδό Richmond Terrace και στο νούμερο 32. Εκεί είδα ξανά το σπίτι και το παράθυρο του δωματίου μου, εκεί που πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο ολοκληρώνοντας το μεταπτυχιακό μου. Κάθισα μπροστά στην κεντρική πόρτα του σπιτιού και περίμενα μήπως ξαφνικά ανοίξει. Ήταν 30 Δεκεμβρίου 2008 και το πιθανότερο ήταν να έλειπαν όλοι οι τωρινοί φοιτητές. Ωστόσο το φως στην είσοδο ήταν ανοικτό. Κάποια ‘Κατερίνα’ θα το είχε ξεχάσει…
Προχωρήσαμε προς μια από τις πιο όμορφες διαδρομές γύρω από το σπίτι όπου συνήθιζα να πηγαίνω μικρές βόλτες τα Σαββατοκύριακα, άλλες φορές με παρέα, τις περισσότερες φορές όμως μόνος, είτε για να περπατήσω, είτε για να βγάλω φωτογραφίες είτε ακόμη για να κάνω τα ψώνια της εβδομάδας. Μιλώ για το παλιό κοιμητήριο, καμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα από το σπίτι. Το 1998 δύσκολα διέκρινες ότι επρόκειτο για κοιμητήριο. Πνιγμένο στα χόρτα και στα βάτα διέκρινες ελάχιστους παλαιούς πέτρινους τάφους του 1850. Σήμερα το κοιμητήριο είναι καθαρό και διακρίνονται δεκάδες τάφοι της εποχής εκείνης. Σαφώς δεν έλειπε και ο τάφος της Anne Robertson, με τον εγγεγραμμένο σε κύκλο σταυρό, μοναχικός και ξεχασμένος, όπου τώρα, χωρίς τα χόρτα να τον περιβάλλουν, φαινόταν πως τον ίδιο χώρο μοιραζόταν και κάποιος άλλος της οικογένειας Robertson.
Επόμενη στάση η Suspension Bridge. Περπατήσαμε μέσα στο γραφικό Clifton και το δρόμο Caledonia Place για να φτάσουμε στην περίφημη κρεμαστή γέφυρα που ενώνει το λόφο του Clifton με το λόφο στο Leigh Woods. Από κάτω περνάει ο ποταμός Avon. Βαδίζαμε ήδη πάνω στη γέφυρα, το κρύο ήταν αρκετό, λίγο κάτω από το μηδέν, και είχαν ρίξει παντού αλάτι για να μην παγώσει ο δρόμος. Και η γέφυρα, οι δυο πέτρινοι πύργοι, οι βαριές σιδερένιες αλυσίδες ήταν εκεί χωρίς καμία αλλαγή. Τι είναι άλλωστε δέκα χρόνια μπροστά στα εκατόν πενήντα χρόνια ζωής της γέφυρας;
Συνειδητοποίησα πως δεν ήταν καθόλου τυχαίο που βρέθηκα εκείνη τη χρονιά στο Bristol. Κάποια δύναμη, κάτι ξεχωριστό με προσγείωσε σε αυτήν την πόλη. Ίσως σε άλλη πόλη της Αγγλίας να μην είχα αυτή τη μοναδική φυσική ομορφιά του Clifton και της περιοχής της Suspension Bridge. Και αυτό με κάνει να τοποθετώ το Clifton στη λίστα με τα μαγικά μέρη όπως μου αρέσει να τα λέω. Μαζί δηλαδή με τον Μαραθώνα, το Σούνιο, το Πάπιγκο, την Πάρνηθα, το Σέιχ Σου...
Περίεργα συναισθήματα. Κυρίως για τα παιχνίδια που παίζει ο χρόνος… «τίποτα δεν είχε αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά». Ωστόσο χάρηκα που είδα όλα αυτά τα μέρη ξανά, χάρηκα που εκείνο το δύσκολο ταξίδι εκείνη η δύσκολη χρονιά φαίνεται να δικαιώνει τις επιλογές μου αλλά και τους κόπους των γονιών μου. Κι έτσι μη σκεπτόμενος πια πόσες λίρες θα ξοδέψω, είδα ξανά μέσα σε μια μόλις μέρα, όσα σχεδόν είχα δει τότε σε ένα χρόνο. Πουθενά όμως δεν είδα την Michele, τον Μένιο, τον Ανδρέα, την Κατερίνα τον Imran και τον Piotr…